κολλητός

κολλητός
-ή, -ό (AM κολλητός, -ή, -όν) [κολλώ]
αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένος
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κολλητός, η κολλητή
πολύ στενός φίλος, αχώριστος σύντροφος
νεοελλ.-μσν.
συνεχόμενος, πλαϊνός, διπλανός
αρχ.
ο καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός.
επίρρ...
κολλητά
(ιδίως για ακίνητα) συνεχόμενα, δίπλα δίπλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κολλητός — glued together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλητός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο κολλημένος, αυτός που έχει συνδεθεί με κόλλα: Τα παπούτσια αυτά δεν είναι καρφωτά, αλλά κολλητά. 2. αυτός που είναι πολύ κοντά σε άλλον: Το σπίτι μας είναι κολλητό με το σπίτι του υπουργού. – Καθόμαστε κολλητά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολλητόν — κολλητός glued together masc acc sg κολλητός glued together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλητοῖς — κολλητός glued together masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλητοῖσι — κολλητός glued together masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλητοῖσιν — κολλητός glued together masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλητούς — κολλητός glued together masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεροκόλλητος — η, ο κολλημένος με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερί + κολλητός (< κολλητός < κολλώ), πρβλ. ασημο κόλλητος, διαμαντο κόλλητος] …   Dictionary of Greek

  • θεοκόλλητος — θεοκόλλητος, ον (Α) ο προσκολλημένος στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κολλητος (< κολλώ), πρβλ. α προσ κόλλητος, αυτο κόλλητος] …   Dictionary of Greek

  • λιθοκόλλητος — η, ο (Α λιθοκόλλητος, ον) αυτός που είναι διακοσμημένος με πολύτιμους λίθους («περιτραχήλιον...λιθοκόλλητον», Πλούτ.) αρχ. 1. (για χάλυβα) αυτός που έχει κολλημένες πάνω του αιχμηρές πέτρες 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιθοκόλλητον ψηφοθέτημα, μωσαϊκό.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”