- κολλητός
- -ή, -ό (AM κολλητός, -ή, -όν) [κολλώ]αυτός που έχει κολληθεί, που έχει συνενωθεί, με κάποιον άλλον, συγκολλημένοςνεοελλ.(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κολλητός, η κολλητήπολύ στενός φίλος, αχώριστος σύντροφοςνεοελλ.-μσν.συνεχόμενος, πλαϊνός, διπλανόςαρχ.ο καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός.επίρρ...κολλητά(ιδίως για ακίνητα) συνεχόμενα, δίπλα δίπλα.
Dictionary of Greek. 2013.